προσωκέλλομεν

προσωκέλλομεν
προσοκέλλω
run
aor ind act 1st pl
προσοκέλλω
run
imperf ind act 1st pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσοκέλλω — Α 1. (σχετικά με πλοίο) ρίχνω στην ξηρά 2. (για ναυτιλλομένους) ρίχνω το πλοίο πάνω σε κάτι («πολλοῑς τῶν ἐκ τῆς ναυμαχίας νεκροῑς ἀπηντῶμεν καὶ προσωκέλλομεν», Λουκιαν.) 3. (αμτβ.) (για πλοίο) πέφτω στην ξηρά, εξοκέλλω 4. μτφ. παρεκτρέπομαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”